Το φεγγάρι σιγά σιγά έβγαινε πίσω απ’το βουνό
απλώνοντας το λευκοπλάτινο χρώμα του στην παλέτα τ’ουρανού,
πριν ακόμα το ηλιοβασίλεμα αποτραβηχτεί από τον ορίζοντα…
Για άλλη μια βραδιά
η γλυκιά νύχτα έδινε υποσχέσεις για κάτι μαγικό…
τα φυλλώματα των δέντρων
κινούνται στην βραδινή αύρα
και μια καλοκαιρινή πνοή προμηνύει ένα πανέμορφο βράδυ…
τα λουλούδια κλείνουν τα πέταλά τους για να κοιμηθούν
και να κρατήσουν το άρωμά τους για την επόμενη μέρα …
τα νυχτολούλουδα άπλωσαν παντού στην φύση το άρωμά τους
σε όλη την πεδιάδα σ’όλο το υπέροχο τοπίο…
και τότε όπως κάθε βράδυ
μια φιγούρα με αέριες χορευτικές κινήσεις
ντυμένη στο φώς του φεγγαριού
και με τα ξανθοκάστανα μαλλιά της
να ανεμίζουν στις κυκλικές της κινήσεις…
έφτασε και κάθησε απαλά στο μικρό βραχάκι
που συνήθιζε να κάθετε
και τα κλαριά γύρω της κουνιόνταν
ρυθμικά στην σιωπηλή μουσική της
απ’τον ρυθμό του κορμιού της…
χάϊδευε απαλά τα κοιμισμένα μικρά λουλουδάκια γύρω της,
ένα απαλό χάδι για καληνύχτα
και αυτά λυγίζανε καθώς αποδεχόντουσαν το μήνυμα της…
και πέρναγαν τα λεπτά περιμένοντας…
 
Τότε ένας ολόλευκος κύκνος
που κολυμπούσε στα καθρεφτένια νερά της κοντινής λιμνούλας
που το φεγγάρι αντανακλούσε το ασημένιο φως του
στην ήρεμη επιφάνεια του νερού…
είδε την μορφή της μελαγχολική και λυπημένη,
είδε την μορφή της στο φως του φεγγαριού…

άφησε περίεργος το απολαυστικό του πλατσούρισμα
στην αγαπημένη του λιμνούλα
και την πλησίασε ήσυχα
χωρίς να της διακόψει
τον αέρινο αναστεναγμό της
που ακουγόταν σαν την πιο υπέροχη μελωδία
αυτό το Αυγουστιάτικο καλοκαιρινό βράδυ,
-Γιατί είσαι μελαγχολική
 και λυπημένη πανέμορφη νεράϊδα μου,
της είπε πλησιαζοντάς την.

Η νεράϊδα ξαφνιασμένη
έστρεψε το βλέμμα της προς το μέρος του
Ποια να ήταν αυτή η φωνή
που ενόχλησε τους στοχασμούς και τις σκέψεις της;
Ποιος είναι κοντά της;
Κοίταξε λίγα μέτρα πίσω της
και είδε στα υπέροχα μάτια του εκείνον…
Εκείνον που ήταν πάντα στο μυαλό της …!
-Ηρθες; επιτέλους ήρθες; κατάφερε και ψιθύρισε η νεράϊδα
-Νεράϊδα μου γιατί είσαι λυπημένη;
  επέμεινε ο κατάλευκος κύκνος
-Ηρθες αγαπημένε μου,
 ήρθες πάλι κοντά μου, ήρθες στο δάσος μας…
 πόσο σε περίμενα!!! Γιατί άργησες τόσο απόψε;

Ο κύκνος κάθισε δίπλα της χωρίς να μιλήσει…
Άνοιξε τις τεράστιες κατάλευκες φτερούγες του
και την πήρε στην απαλή αγκαλιά του.

Σαν κάποιος άγγελος φαινότανε
κάτω από το φως του φεγγαριού
σαν φύλακας άγγελος της νεράϊδας
που ήρθε να την προφυλάξει από την λύπη και τις σκέψεις
και να φυλάξει τρυφερά τα μυστικά της…
Η νεράϊδα με το κατάλευκο μεταξένιο φόρεμα
που έκανε ανταύγειες πάνω του το φώς του φεγγαριού
έγειρε στην απαλή αγκαλιά του κύκνου και ονειρεύτηκε …
ονειρεύτηκε εκείνον που κι αυτή την βραδιά δεν ήταν κοντά της…
αφέθηκε στο όνειρο
παραδομένη στην ουράνια αγάπη της
σ’αυτόν που την ξέχασε εδώ στην γη…
μα στο όνειρό της θα ζούν αιώνια μαζί!!!
 
Οι πρώτες αχτίνες του ήλιου
έπεσαν στο πρόσωπο του κύκνου
και άνοιξε τα πανέμορφα μάτια του…
Μεσ’την απαλή του αγκαλιά ακόμα η νεράϊδα
δεν έχει ξυπνήσει και δεν την ξυπνάει…
Εκείνη έχει επιλέξει να μείνει ακόμα στο ονειρό της
δεν θέλει να τελειώσει!
Ο κύκνος όλο το βράδυ της πρόσφερε
την αίσθηση “εκείνου”,  εκείνου που την ξέχασε…!
Ανασηκώθηκε αργά
και προσεχτικά να μην την ξυπνήσει
και την άφησε απαλά στο παχύ στρώμα φύλλων μπροστά του.
 
Ο ήλιος άρχισε να χρυσίζει με τις αχτίνες του
το μεταξένιο άσπρο φορεμά της…
Οσπου ξαφνικά μια λάμψη!
μια λάμψη από το πουθενά!
Κάλυψε ολόκληρο το πανέμορφο κορμί της
άρχισε τότε να την ανασηκώνει ψηλά
στο καταγάλανο και ηλιόλουστο ουρανό
πέρασε τα σύννεφα για να την οδηγήσει
σε ένα ουράνιο μονοπάτι
στο μονοπάτι της αιώνιας άνοιξης…

ο κύκνος άνοιξε τότε τα τεράστια κατάλευκα φτερά του
τράνταξε την πρωινή ησυχία του δάσους
και πέταξε κόντρα στ’αγέρι της αυγής…
κάποιος δεν πίστευε πλέον στις νεράϊδες…